- ψελλίζουσα
- ψελλίζωfalter in speechpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψελλιζούσας — ψελλιζούσᾱς , ψελλίζω falter in speech pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ψελλιζούσᾱς , ψελλίζω falter in speech pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψελλίζω — ΝΑ [ψελλός] προφέρω δύσκολα τις λέξεις, δυσκολεύομαι να μιλήσω λόγω φυσικού ελαττώματος νεοελλ. μιλώ σαστισμένα, κομπιάζω αρχ. 1. (για νήπια) αρθρώνω τις πρώτες λέξεις («τὸ μὲν γὰρ πρῶτον ὅλως οὐδὲ λαλοῡμεν οὐδέν, εἶτα ὀψέποτε ψελλίζομεν»,… … Dictionary of Greek